προσαναγιγνώσκω
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
A read besides, Aeschin.2.91 (v.l.), J.BJ 2.2.4 (v.l.), Gal.18(2).886.
German (Pape)
[Seite 748] (s. γιγνώσκω), noch dazu lesen; προσανάγνωθι Aesch. 2, 95; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναγιγνώσκω: ἀναγινώσκω προσέτι, Αἰσχίν. 40. 17, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
f. προσαναγνώσομαι, ao.2 προσανέγνων, etc.
lire en outre, continuer de lire, acc..
Étymologie: πρός, ἀναγιγνώσκω.
Greek Monolingual
Α ἀναγιγνώσκω
διαβάζω επί πλέον.
Greek Monotonic
προσαναγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι, αναγιγνώσκω, διαβάζω, σε Αισχίν.