πρατός

From LSJ
Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱτός Medium diacritics: πρατός Low diacritics: πρατός Capitals: ΠΡΑΤΟΣ
Transliteration A: pratós Transliteration B: pratos Transliteration C: pratos Beta Code: prato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A for sale, πρατόν νιν ἐξέπεμψεν S.Tr.276, cf. Test.Epict.7.11, POxy.1117.24 (ii A. D.). PGnom.190, 193 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 696] adj. verb. von πιπράσκω, verkauft, Soph. Trach. 275.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πράσιμος, πρὸς πώλησιν, πρατόν νιν ἐξέπεμψεν, ὅπως πωληθῇ, (προληπτ.), Σοφ. Τρ. 276.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vendu.
Étymologie: adj. verb. de πιπράσκω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που είναι προς πώληση, πράσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ- του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω) + επίθημα -τος].

Greek Monotonic

πρᾱτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του πιπράσκω, αυτός που μπορεί να πωληθεί, σε Σοφ.