ῥᾳστωνεύω

From LSJ
Revision as of 01:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾳστωνεύω Medium diacritics: ῥᾳστωνεύω Low diacritics: ραστωνεύω Capitals: ΡΑΣΤΩΝΕΥΩ
Transliteration A: rhāistōneúō Transliteration B: rhastōneuō Transliteration C: rastoneyo Beta Code: r(a|stwneu/w

English (LSJ)

= ῥαθυμέω,

   A to be idle, listless, τῇ ψυχῇ X.Oec.20.18, <span class=bi

German (Pape)

[Seite 835] = Folgdm; τῇ ψυχῇ, müßig, unthätig sein, παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Xen. Oec. 20, 18, u. Sp.; auch im med., wie Aristid. Lpt. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾳστωνεύω: ῥᾳθυμέω, διάγω ἐν ῥᾳστώνῃ, ὅταν ὁ μὲν πράττῃ ἐφ’ ᾦπερ ὥρμηται ὁ δὲ ῥᾳστωνεύῃ τῇ ψυχῇ παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Ξεν. Οἰκ. 20, 18, Δίων Κ. 38. 39, κτλ.· ― παθ. πρκμ. ἐρρᾳστώνευμαι μὲ μέσην σημασίαν, Ἀριστείδ. Λεπτ. 3, Μάγιστρ. σ. 775.

French (Bailly abrégé)

se laisser aller à la mollesse, vivre d’une vie indolente ou nonchalante.
Étymologie: ῥᾳστώνη.

Greek Monolingual

Α ῥᾳστώνη
ζω με ραστώνη, ραθυμώ, απρακτώ.

Greek Monotonic

ῥᾳστωνεύω: = ῥᾳθυμέω, αργώ, χασομερώ, τεμπελιάζω, αδιαφορώ, βρίσκομαι σε κατάσταση ραστώνης, σε Ξεν.