ραστώνη
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
Greek Monolingual
η, / ῥᾳστώνη, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥῃστώνη Α
1. νωθρότητα, νωχέλεια, αδράνεια (α. «πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας, γιατί πέρασε η περίοδος της ραστώνης» β. «ἡ καθ' ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥαθυμία», Δημοσθ.)
2. ραθυμία, μαλθακότητα, αποχαύνωση (α. «ῥᾳστώνη = ἀνάπαυσις, τέρψις, τρυφή, εὐκολία, ῥαθυμία, ἡδυπάθεια, χαυνότης, ἀργία», Φώτ.
β. «ἄν ἀφαιρεθείη τῆς ῥᾳστώνης τὸ τερπνόν», Θουκ.)
αρχ.
1. ευκολία, ευχέρεια («τῷ μὲν ἐκπίπτοντι τῆς πόλεως ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆς παρέσχον», Πλούτ.)
2. πραότητα, ηπιότητα (α. «ἐκ ῥηστώνης τῆς Δημοκήδεος», Ηρόδ.
β. «χάριτι καὶ ῥᾳστώνῃ», Πολ.)
3. ανακούφιση του ασθενούς, χαλάρωση τών πόνων («δυσεντεριώδεα μετὰ πόνου, τῶν δὲ ἄλλων ῥᾳστώνη», Ιπποκρ.)
4. ανάπαυση, ελεύθερος χρόνος («ἐν ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις σφάλλεσθαι», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥᾷστος / ῥήιστος με δυσερμήνευτο επίθημα -ώνη (πρβλ. χελ-ώνη: χέλυς)].
Mantoulidis Etymological
(=εὐχέρεια, εὐκολία). Ἀπό τό ρᾶστος, ὑπερθετικό τοῦ ράδιος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.