σηκοκόρος

From LSJ
Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηκοκόρος Medium diacritics: σηκοκόρος Low diacritics: σηκοκόρος Capitals: ΣΗΚΟΚΟΡΟΣ
Transliteration A: sēkokóros Transliteration B: sēkokoros Transliteration C: sikokoros Beta Code: shkoko/ros

English (LSJ)

ὁ, ἡ, (κορέω)

   A cleaner of a stable, byre, or pen, herdsman, Od.17.224, Poll.7.151, Suid.; cf. σηκηκόρος.    II chapel-keeper, Zonar.

German (Pape)

[Seite 873] 1) der den Stall reinigt, die Aufsicht über Stalle u. Heerden hat, Od. 17, 224; Poll. 7, 151. – 2) Aufseher einer Kapelle.

Greek (Liddell-Scott)

σηκοκόρος: ὁ, ἡ, (κορέω) ὁ καθαρίζων σταῦλον ἢ μάνδραν, βουκόλος, Ὀδ. Ρ. 224· πρβλ. σηκηκόρος. ΙΙ. νεωκόρος, φύλαξ παρεκκλησίου, Ζωναρ., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
garçon d’étable ou d’écurie.
Étymologie: σηκός, κορέω¹.

English (Autenrieth)

(κορέω): cleaner of pens or folds, Od. 17.224†.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, ΜΑ, και σηκηκόρος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την μάντρα, ο βοσκός
μσν.
(κατά τον Ζων.) «νεωκόρος, φύλαξ ναΐσκου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα», αλλά και «κυρίως ναός» + -κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω-κόρος.

Greek Monotonic

σηκοκόρος: ὁ, ἡ (κορέω), αυτός που καθαρίζει το παχνί ή τον στάβλο, βοσκός, σε Ομήρ. Οδ.