σκυδμαίνω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
=
A σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Il.24.592.
German (Pape)
[Seite 906] = σκύζομαι, Einem zürnen, τινί, μή μοι – σκυδμαινέμεν, Il. 24, 592.
Greek (Liddell-Scott)
σκυδμαίνω: σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Ἰλ. Ω. 592.-- Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυθρωπάζειν, νεμεσᾶν, ὀργίζεσθαι».
French (Bailly abrégé)
seul. inf. prés. épq. σκυδμαινέμεν;
s’irriter, être irrité contre, τινι.
Étymologie: σκύζομαι, μαίνω.
English (Autenrieth)
inf. -έμεν = σκύζομαι, Il. 24.592†.
Greek Monolingual
Α
οργίζομαι εναντίον κάποιου, σκύζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκύζομαι (< σκυδ-jομαι), κατ' αναλογία προς τα ερίζω: εριδμαίνω (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σκύδ-ρος)].
Greek Monotonic
σκυδμαίνω: μόνο στον ενεστ., είμαι θυμωμένος, οργίζομαι, τινί, με κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. (Επικ. απαρ. σκυδμαινέμεν).