ῥιζόθεν
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
German (Pape)
[Seite 842] adv., = ῥίζηθεν; Nic. Al. 257 Th. 307; auch in Prosa, ῥιζόθεν τὸ δεινὸν ἅπαν ἐκκεκομμένον, Luc. Tyrannicid. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζόθεν: Ἐπίρρ. = ῥίζηθεν, ἐκ τῆς ῥίζης, ἀπὸ τῆς ῥίζης, Νικ. Ἀλεξιφ. 257, Θηρ. 307, Λουκ. Τύρανν. 13· - ὡσαύτως ῥιζόθι, Νικ. Ἀποσπ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Νικ. ἐν Θηρ. 462.
French (Bailly abrégé)
adv.
depuis la racine.
Étymologie: ῥίζα, -θεν.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. ριζηδόν
2. μτφ. εντελώς, ολοσχερώς («ῥιζόθεν τὸ δεινὸν ἄπαν ἐκκεκομμένον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. πατρό-θεν)].
Greek Monotonic
ῥιζόθεν: (ῥίζα), επίρρ., από τη ρίζα, σύρριζα, μαζί με τη ρίζα, σε Λουκ.