στρατοπεδευτικός
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
ή, όν,
A of an encampment, σχήματα Plb.6.30.3; concerning encampments, βίβλος Aen.Tact.21.2.
German (Pape)
[Seite 952] zum Lagern, Lageraufschlagen, zum Heereslager gehörig, σχήματα, Pol. 6, 30, 3.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς στρατόπεδον, σχήματα, Πολύβ. 6. 30, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le campement ou le camp.
Étymologie: στρατοπεδεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στρατοπεδευτικός, -ή, -όν, ΝΑ στρατοπεδεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοπέδευση.
Greek Monotonic
στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε στρατόπεδο, σε Πολύβ.