συμβόλαιος
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
α, ον,
A of or concerning contracts, αἱ ξ. δίκαι Th.1.77 (Hsch. has both ξυμβολιμαίας δίκας and συμβολαίας δίκας); otherwise expld. as δίκαι αἱ ἀπὸ συμβόλων, cf. σύμβολον 11.
German (Pape)
[Seite 979] zum Contracte gehörig, darauf Bezug habend, ξυμβόλαιαι δίκαι, Thuc. 1, 77.
Greek (Liddell-Scott)
συμβόλαιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβόλαιον, αἱ ξ. δίκαι, παρὰ Θουκ. 1. 77, εἶναι = τῷ αἱ τῶν συμβολαίων δίκαι (δηλ. δίκαι πρὸς ἐπιβολὴν τῶν ἐκ τῶν συμβολαίων ὑποχρεώσεων) καὶ οὐχὶ τῷ αἱ ἀπὸ τῶν συμβόλων δίκαι, δηλ. δίκαι γινόμεναι συμφώνως πρὸς τὰς συνθήκας (ἴδε σύμβολον ΙΙ) κατὰ τὸν Grote H. of. Gr. 6, σ. 57 σημ. Goodwin ἐν Amer J. of Philology, ἀρ. 1· ἀλλ’ ἴδε κατ’ αὐτῶν Jowett εἰς Θουκ. 2, σ. Ixxxv. ― Ἀλλ’ ὁ Κόβητος ἀνελλήνιστον θεωρεῖ τὸν τύπον συμβόλαιος ἀντὶ τοῦ συμβολιμαῖος, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
relatif à un contrat.
Étymologie: συμβολή.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαιο, σε γραπτή συμφωνία για αναγνώριση οφειλής ή δανείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολος, -ον + κατάλ. -αιος (πρβλ. προβόλ-αιος: πρόβολος)].
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαιο, σε γραπτή συμφωνία για αναγνώριση οφειλής ή δανείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολος, -ον + κατάλ. -αιος (πρβλ. προβόλ-αιος: πρόβολος)].
Greek Monotonic
συμβόλαιος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαια ή σε συμβάσεις, σε Θουκ.