συνεκτρέχω

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

aor. -έδρᾰμον,

   A run out along with or together, sally out together, X.HG4.3.17, Ages.2.11; σ. ἅμα τῷ λόγῳ rushed together to the rescue of the argument, Plu.2.933f; to be an accomplice, ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς Men.Mon. 272.    b Astrol., of the moon in conjunction, μηδέπω τὰς τοῦ Ἡλίου συνεκδραμούσης αὐγάς not yet having abetted (sc. by reflection) the sun's rays, Heph.Astr. in Cat.Cod.Astr.8(1).158.    2 of plants, shoot up together, Thphr.CP5.6.11 (v.l.).    II fall to the lot of, Plb.5.33.7, 10.40.6, 12.13.5, 38.5.3.    2 coincide, τῶν οἰωνισμάτων οἷς συνεξέδραμεν ὁ τόκος Lib.Or.59.26; τῇ ἀκολουθίᾳ πως τοῦ λόγου συνεξέδραμεν the digression suited in a way the sequence of the argument, Gal.10.238.    III to be of the same length, D.H.Comp. 26, Plu.2.723b; have the same ending by analogy, A.D.Pron.55.5, al., Eust.769.28.

German (Pape)

[Seite 1013] (s. τρέχω), mit od. zugleich hinauslaufen, bes. um einen Ausfall und Angriff zu machen; Xen. Ages. 2, 11 Hell. 4, 3, 17 u. Sp., wie Hdn. 4, 4; – auslaufen, ablaufen, bes. glücken, imperson., ὧν οὐδὲν αὐτῷ συνεξέδραμε, Pol. 12, 13, 5, vgl. 5, 33, 7, erklärt durch τῆς τύχης αὐτῷ συνεκδραμούσης 10, 40, 6; – auf Eins hinauslaufen, an Größe, Menge u. s. w. gleichkommen, Schäf. D. Hal. C. V. p. 425.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτρέχω: ἀόρ. -έδρᾰμον· ἐκτρέχω μετά τινος, ἢ ὁμοῦ, ἐξέρχομαι, κάμνω ἔξοδον ὁμοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 17, Ἀγησ. 2. 11· σ. λόγῳ Πλούτ. 2. 933F· γίνομαι συνεργός, βοηθός, ἰδών ποτ’ αἰσχρὸν ἔργον μὴ συνεκδράμῃς Μενάνδρ. Μονόστ. 272. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἐκβλαστάνω ὁμοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 11, Πλούτ. 2. 723Β. ΙΙ. ἀποβαίνω καλῶς, εὐτυχῶ, Πολύβ. 12. 3, 5, πρβλ. 10. 40, 6. ΙΙΙ. ἔχω τὸ αὐτὸ μῆκος μετά τινος ἄλλης γραμμῆς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 26· ἔχω τὴν αὐτὴν κατάληξιν, Α. Β. 587, Εὐστ. 769. 28.

French (Bailly abrégé)

ao.2 συνεξέδραμον;
1 faire une excursion ou s’élancer pour une attaque avec;
2 pousser ensemble en parl. de plantes;
3 en venir au même degré de prospérité, de puissance.
Étymologie: σύν, ἐκτρέχω.

Greek Monolingual

Α
1. εξέρχομαι, εξορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον
2. (για φυτό) βλαστάνω συγχρόνως
3. συμπράττω («ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾱγμα μὴ συνεκδράμῃς», Μέν.)
4. αστρολ. βρίσκομαι σε συζυγία
5. συμπίπτω, συμφωνώ («τῇ ἀκολουθίᾳ πως τοῡ λόγου συνεξέδραμεν», Γαλ.)
6. έχω αίσια έκβαση, ευτυχώ («ὧν οὐδὲν αὐτῷ συνεξέδραμε τοιαύταις ἀτυχίαις παλαίοντι», Πολ.)
7. έχω το ίδιο μήκος με κάποιον
8. έχω την ίδια κατάληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτρέχω «βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ»].

Greek Monolingual

Α
1. εξέρχομαι, εξορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον
2. (για φυτό) βλαστάνω συγχρόνως
3. συμπράττω («ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾱγμα μὴ συνεκδράμῃς», Μέν.)
4. αστρολ. βρίσκομαι σε συζυγία
5. συμπίπτω, συμφωνώ («τῇ ἀκολουθίᾳ πως τοῡ λόγου συνεξέδραμεν», Γαλ.)
6. έχω αίσια έκβαση, ευτυχώ («ὧν οὐδὲν αὐτῷ συνεξέδραμε τοιαύταις ἀτυχίαις παλαίοντι», Πολ.)
7. έχω το ίδιο μήκος με κάποιον
8. έχω την ίδια κατάληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτρέχω «βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ»].

Greek Monotonic

συνεκτρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, πραγματοποιώ έφοδο, επιχειρώ έξοδο από κοινού με, σε Ξεν.