συνοράω

From LSJ
Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοράω Medium diacritics: συνοράω Low diacritics: συνοράω Capitals: ΣΥΝΟΡΑΩ
Transliteration A: synoráō Transliteration B: synoraō Transliteration C: synorao Beta Code: sunora/w

English (LSJ)

fut. συνόψομαι: aor. συνεῖδον, inf. -ῐδεῖν:—

   A to be able to see, have within the range of one's vision, πυρὰ ἔκαιον καὶ συνεώρων ἀλλήλους X.An.4.1.11, cf. 5.2.13, Arr.An.5.11.2; θυρεὸν . . οὗ τὴν ἐπιγραφὴν οὐκ ἦν συνιδεῖν the inscription on which it was impossible to make out, Inscr.Délos 1417 A i 23 (ii B.C.); εἵ τις μὴ συνορῴη τὸ γινόμενον ἀλλὰ διὰ τῆς ἀκοῆς μόνον κρίνοι Artemo ap.Ath.14.637e; συνιδόντες [τὸν στόλον] . . ἀνήγοντο Plb.1.23.3, cf. 1.28.7, 3.66.3, PRein.18.17 (ii B.C.), LXX 2 Ma.15.21, al., Plu.2.940d:—Pass., δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος Arist.Po.1459b19.    II see, comprehend, ταῦτα πάντα Pl.Lg.904b, D.1.28; τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα Pl.Phdr.265d, cf. Lg.965b; πράγματα συνιδεῖν ἱκανός Memn. 3.2; δεινὴ φύσιν μικρῶν παιδίων συνιδεῖν εὐπρεπῆ clever at picking out or detecting . ., D.59.18; νόμοι . . ῥᾴδιοι συνιδεῖν Isoc.12.144; ἡ τῶν δημοσίων γραμμάτων φυλακὴ . . ἀπέδωκε τῷ δήμῳ, ὁπόταν βούληται, συνιδεῖν τοὺς πάλαι μὲν πονηρούς, ἐκ μεταβολῆς δ' ἀξιοῦντας εἶναι χρηστούς Aeschin.3.75; οὐδεὶς ἐφ' αὑτοῦ τὰ κακὰ συνορᾷ, . . ἑτέρου δ' ἀσχημονοῦντος ὄψεται Men.631; ὀρθῶς συνεώρακε τὸ ἀγνόημα Hipparch. 2.3.20; τὸ πλῆθος τῶν τόνων συνιδεῖν Ptol.Harm.2.9; συνιδεῖν ἦν τῷ προσέχοντι τὸν νοῦν [ἡ ἀρχὴ] ἰσχυρὰ οὖσα, i.e. one might see that it was... X.An.1.5.9; εἰ μέλλοι τις τὰ διαφέροντα καθαρίως ἐν [τῇ Ῥωμαίων πολιτείᾳ] συνόψεσθαι Plb.6.3.4; συνιδὼν . . ἰσχυρὸν ὑπάρχοντα . . τὸν ἀέρα Ph.Bel.77.17; ταχεῖαν καὶ ἄχρονον θεοῦ δύναμιν μὴ συνεωρακότας Ph.1.177, cf. 635; μάχην οὗτος οὐ συνορᾷ he doesn't see any contradiction, Arr.Epict.1.5.8, cf. 2.19.1; τὴν κοινότητα συνορᾶν Plu.2.34c, cf. 950d,977e, Cam.40; ὁ Κάλχας οὐ συνεῖδε τὸν καιρόν Id.2.29c; τὸ αἴτιον ἐκ τῶν νῦν λεχθέντων σ. Arist.GA772b11, cf. Plb.1.4.7; freq. in Epicur., Nat.28.11, al.; σ. περὶ τῶν ἀδήλων Ep.1p.5U.; ἐκ τῶν λέξεων Nat.28.6; ἐν τοῖς τοιούτοις ἀκροαταῖς οἳ οὐ δύνανται διὰ πολλῶν συνορᾶν οὐδὲ λογίζεσθαι πόρρωθεν cannot see an argument built up from many particulars, Arist.Rh.1357a4; συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι . . D.45.68; συνορᾶν ὅτι . . Isoc.5.56, Epicur.Fr.53, Sor.1.46, Plu. 2.698e; ὡς . . Thphr.Sens.36, Luc.JTr.42; χαλεπὸν συνιδεῖν εἰ . . Isoc.2.7; σ. ποία πολιτεία ἀρίστη Arist.EN1181b21; πότερον . . Id.Ph. 241b32:—Pass., οὔπω συνῶπται ἱκανῶς has not yet been sufficiently observed, Id.GA762a34, cf. HA580a20; ἐκ τούτου πρῶτον συνοφθῆναι τὴν δύναμιν Thphr.HP9.10.2.    2 pay attention to, see to a thing, τὰ προσφερόμενα ἅπαντα χρὴ συνορῆν ὅπως συνοίσει Hp.Medic.3; πρὸς τοὺς χρόνους τῆς ὥρης . . συνορῆν, ὅκως . .ib.4.    3 aor. part. συνιδών, having become aware of, Act.Ap.12.12; συνιδόντες κατέφυγον ib.14.6.    III resolve, c. inf., Lyd.Mag.3.26, Cod.Just.1.4.29.8; συνορῶ τέως ἐν ταυτότητι μεῖναι τὰς ῥύσεις I desire that... POxy.940.2 v A.D.); decide judicially, PMonac.1.20, 6.55, al. (vi A.D.); ἐὰν συνίδῃ δεόμενον τὸ πρᾶγμα ζητήσεως Cod.Just.4.20.15.2.

Greek (Liddell-Scott)

συνοράω: μέλλ. συνόψομαι· ἀόρ. συνεῖδον, ἀπαρ. -ῐδεῖν· πρβλ. σύνοιδα. Βλέπω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, συνεώρων ἀλλήλους Ξεν. Ἀν. 4. 1, 11., 5. 2, 13. ― Παθ., δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος Ἀριστ. Ποιητ. 24, 5. ΙΙ. βλέπω διὰ μιᾶς, ὡς ἐν συνόλῳ, εἴτε διὰ τῶν ὀφθαλμῶν εἴτε διὰ τῆς διανοίας, ταῦτα πάντα ξυνιδὼν Πλάτ. Νόμ. 904Β, Δημ. 17. 7· συνορῶντα… τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 265D· δεινὸς συνορᾶν τὰ πράγματα Μέμνων ἐν Φωτ. Βιβλ. 223. 23· καὶ συνιδεῖν δ’ ἦν τῷ προσέχοντι τὸν νοῦν ἡ βασιλέως ἀρχὴ πλήθει μὲν χώρας καὶ ἀνθρώπων ἰσχυρὰ οὖσα (συνιδεῖν δ’ ἦν... ἡ βασιλέως ἀρχή, ἀνακολούθως ἀντί: συνιδεῖν δ’ ἦν… τὴν βασιλέως ἀρχήν… ἰσχυρὰν οὖσαν), καὶ ὁ προσέχων τὸν νοῦν ἠδύνατο νὰ ἴδῃ διὰ μιᾶς, κτλ., Ξεν. Ἀν. 1. 5. 9· τὸ αἴτιον ἐκ τῶν νῦν λεχθέντων σ. Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 4. 4, 38· ― ἐπὶ λόγου, οὐ διὰ πολλῶν συνορᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 1. 2, 12· τὸν βίον συνεορακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι… Δημ. 1122. 16· συνιδεῖν ὅτι... Ἰσοκρ. 93D· ὡς... Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 42· χαλεπὸν συνιδεῖν εἰ… Ἰσοκρ. 16Β· σ. ποία πολιτεία ἀρίστη Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 23· πότερον... ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 1, 1. ― Παθ., οὐδέν πω συνῶπται ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2, κτλ.· συνοφθῆναι τὴν δύναμιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2· πρὸς τὰ συνεωραμένα Μέμνων ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. ἀποφασίζω, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

f. συνόψομαι, ao.2 συνεῖδον, etc.
1 voir ensemble, embrasser d’un coup d’œil, acc. ; avec un part. : συνιδεῖν ἦν ἡ ἀρχὴ ἰσχυρὰ οὖσα XÉN on pouvait voir, en y faisant attention, que l’empire du roi était puissant;
2 se voir les uns les autres : πυρὰ ἔκαιον καὶ συνεώρων ἀλλήλους XÉN ils allumaient des feux et se faisaient des signaux les uns les autres.
Étymologie: σύν, ὁράω.

Greek Monotonic

συνοράω: μέλ. -όψομαι, αόρ. βʹ -εῖδον, απαρ. -ῐδεῖν· πρβλ. σύνοιδα·
I. βλέπω μαζί ή συγχρόνως, σε Ξεν.
II. βλέπω ως σύνολο, βλέπω με μια ματιά, δια μιας, είτε με τα μάτια, είτε με τη διάνοια, σε Πλάτ., Δημ.· κατά την ομιλία, κάνω μια γενική θεώρηση, σε Ισοκρ. κ.λπ.