τελειωτής
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A accomplisher, finisher, τῆς πίστεως Ep.Hebr.12.2.
German (Pape)
[Seite 1085] ό, der Vollender, Vollbringer, Beendiger, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τελειωτής: -οῦ, ὁ, ὁ τελειῶν, τελειοποιῶν, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ιβ΄, 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui achève ou accomplit.
Étymologie: τελειόω.
English (Strong)
from τελειόω; a completer, i.e. consummater: finisher.
English (Thayer)
τελειωτου, ὁ (τελειόω) (Vulg. consummator), a perfecter: τῆς πίστεως, one who has in his own person raised faith to its perfection and so set before us the highest example of faith, Hebrews 12:2. The word occurs nowhere else.
Greek Monolingual
ὁ, Α τελειῶ
αυτός που τελειοποιεί, που ολοκληρώνει («τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῡν», ΚΔ).
Greek Monotonic
τελειωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που τελειοποιεί, που συμπληρώνει, σε Καινή Διαθήκη