τεναγώδης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ες,
A formed of shoal-water, standing in pools, A.R.4.1264, Plb.1.75.8,10.8.7, D.S.2.60, Jul.Or.1.39a, etc. 2 living therein, [σκορπίος] Hices. ap. Ath.7.320d.
German (Pape)
[Seite 1091] ες, flaches, seichtes Wasser habend, sumpfig; ἅλς, Ap. Rh. 4, 1264; Ἰταλίη, Ep. ad. 528 (VII, 714); καὶ βατὴ λίμνη, Pol. 10, 8, 7; – auch im Ggstz von πελάγιος, in stehendem Wasser lebend, σκορπίος, Ath. VII, 320 d.
Greek (Liddell-Scott)
τενᾰγώδης: -ες, (εἶδος) κεκαλυμμένος μὲ ἀβαθῆ, πηλώδη ὕδατα, «ῥηχός», σχηματίζων τενάγη, Λατιν. vadosus, Πολύβ. 1. 75, 8., 8, 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1264, κλπ. 2) ὁ ζῶν ἐντὸς τενάγους, ἰχθὺς Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 320D.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 dont les eaux sont basses ; vaseux, fangeux;
2 qui se plaît dans les eaux basses et fangeuses.
Étymologie: τέναγος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / τεναγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τέναγος
αυτός που σχηματίζει τενάγη, ελώδης, βαλτώδης
αρχ.
αυτός που ζει σε αβαθή και στάσιμα νερά, σε τέναγος («τῶν σκορπίων ὅ μὲν... ὅ δὲ τεναγώδης», Ικέσ.).
Greek Monotonic
τενᾰγώδης: -ες (εἶδος), καλυμμένος με αβαθή νερά, ρηχός, σε Πολύβ.