τεναγώδης

From LSJ
Revision as of 02:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τενᾰγώδης Medium diacritics: τεναγώδης Low diacritics: τεναγώδης Capitals: ΤΕΝΑΓΩΔΗΣ
Transliteration A: tenagṓdēs Transliteration B: tenagōdēs Transliteration C: tenagodis Beta Code: tenagw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A formed of shoal-water, standing in pools, A.R.4.1264, Plb.1.75.8,10.8.7, D.S.2.60, Jul.Or.1.39a, etc.    2 living therein, [σκορπίος] Hices. ap. Ath.7.320d.

German (Pape)

[Seite 1091] ες, flaches, seichtes Wasser habend, sumpfig; ἅλς, Ap. Rh. 4, 1264; Ἰταλίη, Ep. ad. 528 (VII, 714); καὶ βατὴ λίμνη, Pol. 10, 8, 7; – auch im Ggstz von πελάγιος, in stehendem Wasser lebend, σκορπίος, Ath. VII, 320 d.

Greek (Liddell-Scott)

τενᾰγώδης: -ες, (εἶδος) κεκαλυμμένος μὲ ἀβαθῆ, πηλώδη ὕδατα, «ῥηχός», σχηματίζων τενάγη, Λατιν. vadosus, Πολύβ. 1. 75, 8., 8, 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1264, κλπ. 2) ὁ ζῶν ἐντὸς τενάγους, ἰχθὺς Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 320D.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 dont les eaux sont basses ; vaseux, fangeux;
2 qui se plaît dans les eaux basses et fangeuses.
Étymologie: τέναγος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / τεναγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τέναγος
αυτός που σχηματίζει τενάγη, ελώδης, βαλτώδης
αρχ.
αυτός που ζει σε αβαθή και στάσιμα νερά, σε τέναγος («τῶν σκορπίων ὅ μὲν... ὅ δὲ τεναγώδης», Ικέσ.).

Greek Monotonic

τενᾰγώδης: -ες (εἶδος), καλυμμένος με αβαθή νερά, ρηχός, σε Πολύβ.