τροπέω
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
A = τρέπω, turn, ἵπποι ἂψ ὄχεα τρόπεον Il.18.224.
Greek (Liddell-Scott)
τροπέω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τρέπω, στρέφω, μετατρέπω Ἰλ. Σ. 224.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. épq. τρόπεον;
c. τρέπω.
English (Autenrieth)
(τρέπω): turn about, Il. 18.224†.
Greek Monotonic
τροπέω: ποιητ. τύπος αντί τρέπω, στρέφω, μετατρέπω, σε Ομήρ. Ιλ.