τριτοβάμων
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος,
A forming a third foot, βάκτρον E. Tr. 275 (lyr.); cf. τρίπους 11.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτοβάμων: [ᾰ], -ον, ὁ ἀποτελῶν τρίτον πόδα, ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ; (ὁ Paley ἔχει ἁ τριβάμων κτλ. καὶ ἀποδίδει τὴν λέξιν οὐχὶ εἰς τὸ βάκτρον, ἀλλὰ εἰς τὸν φέροντα τὸ βάκτρον) Εὐρ. Τρῳ. 276· πρβλ. τρίπους ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui fait office de troisième pied (bâton).
Étymologie: τρίτος, βαίνω.
Greek Monolingual
-όνος, ὁ, ἡ Α
φρ. «τριτοβαμονος βάκτρου» — με το μπαστούνι που είναι σαν τρίτο πόδι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. μονο-βάμων].
Greek Monotonic
τρῐτοβάμων: [ᾱ], -ον (βαίνω), αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει το τρίτο πόδι, σε Ευρ.