ὑψηλόφρων
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A high-minded, high-spirited, ἀνήρ Pl.R.550b; haughty, θυμός E.IA 919.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψηλόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ φρονῶν, ὁ ὑψηλὸν φρόνημα ἔχων, ὑψηλόνους, ἀνὴρ Πλάτ. Πολ. 550Α· ὑπερήφανος, ἀγέρωχος, θυμὸς Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 919.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 qui a des sentiments élevés ou de grandes pensées;
2 en mauv. part qui a une haute opinion de soi, hautain, orgueilleux.
Étymologie: ὑψηλός, φρήν.
Greek Monolingual
-ον / ὑψηλόφρων, -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. υψηλόφρονας Ν, και ὑψηλόφρονος, -ον, Α
αυτός που έχει υψηλά φρονήματα
μσν.-αρχ.
υπερήφανος, αλαζόνας («ὑψηλόφρων μοι θυμὸς αἴρεται πρόσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
ὑψηλόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), υψηλόφρων, αλαζονικός, υπεροπτικός, υπερήφανος, αγέρωχος, σε Ευρ., Πλάτ.