φυλέτης

From LSJ
Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡλέτης Medium diacritics: φυλέτης Low diacritics: φυλέτης Capitals: ΦΥΛΕΤΗΣ
Transliteration A: phylétēs Transliteration B: phyletēs Transliteration C: fyletis Beta Code: fule/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (φυλή)

   A one of the same tribe, fellow-tribesman, Antipho 6.13, And.1.150, Pl.Lg.955d, IG22.1165.26, 1749.71, SIG1023.49 (Cos, iii/ii B. C.); ὦ φυλέτα Ar.Ach.568 (lyr.): as Adj., φ. χορός the chorus of one's tribe, IG22.3114.

German (Pape)

[Seite 1314] ὁ, von derselben Zunft, Zunftgenosse, tribulis; Ar. τῆς ἐμῆς γυναικὸς ὄντε ξυγγενέε καὶ φυλέτα Av. 368, Schol. erkl. συμπατριώτα; Plat. Legg. XII, 955 d; Dem. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

φῡλέτης: -ου, ὁ, (φυλὴ) ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, συμφυλέτης, Λατ. tribulis, Ἀντιφῶν 142, 46, Ἀνδοκ. 19. 31, Πλάτ. Νόμ. 955D· ὦ φυλέτα Ἀριστοφ. Ἀχ. 568· ― ὡς ἐπίθ., φ. χορός, ὁ χορὸς τῆς φυλῆς, Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 927.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
membre d’une tribu.
Étymologie: φυλή.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. φυλέτις -ιδος, 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλο («κωμῆταί τε καὶ φυλέται», Πλάτ.)
2. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποια φυλή (α. «φυλέτης χορός» — ο χορός της φυλής, ο τοπικός
β. «φυλέτις ἐκκλησία», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + κατάλ. -έ-της (πρβλ. γαμ-έτης: γάμος, οἰκ-έτης: οἶκος), βλ. και -της].

Greek Monotonic

φυλέτης: -ου, ὁ (φυλή), κάποιος από την ίδια φυλή, συμφυλέτης, Λατ. tribulis, ὦ φυλέτα, σε Αριστοφ.