συμφυλέτης
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
συμφυλέτου, ὁ, of the same φυλή, IG12(2).505.18 (Methymna): generally, fellow-countryman, 1 Ep.Thess.2.14.
German (Pape)
[Seite 993] ὁ, aus derselben φυλή, contribulis, übh. Landsmann, N.T.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui est de la même tribu ; compatriote.
Étymologie: σύν, φυλέτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφυλέτης -ου, ὁ [σύμφυλος] stamgenoot; alg. stadgenoot, landgenoot.
Russian (Dvoretsky)
συμφῡλέτης: ου ὁ соплеменник NT.
English (Strong)
from σύν and a derivative of φυλή; a co-tribesman, i.e. native of the same country: countryman.
English (Thayer)
συμφυλετου, ὁ (σύν and φυλή; see συμμαθητής), one who is of the same people, a fellow-countryman, (Vulg. contribulis): 1 Thessalonians 2:14. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. συμφυλέτις, -ιδος, Α
1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλο
2. (γενικά) συμπατριώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φυλέτης «μέλος φυλής»].
Greek Monotonic
συμφῡλέτης: -ου, ὁ, αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή, ομόφυλος, ομογενής, Λατ. contribulis· γενικά, συμπατριώτης, συμπολίτης, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
συμφῡλέτης: -ου, ὁ, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Λατ. contribulis· καθόλου, συμπατριώτης, συμπολίτης, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. β΄, 14, Ἐκκλ.· θηλ. -φυλέτις, ιδος, Ἰσ. Πηλουσ. Ἐπιστ. 1. 7, σ. 3Α. ― οἱ Ἀττικοὶ ἔλεγον φυλέτης, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 471, πρβλ. συμπολίτης.
Middle Liddell
συμ-φῡλέτης, ου, ὁ,
of the same φυλή, Lat. contribulis: generally, a fellow-countryman, NTest.
Chinese
原文音譯:sumfulšthj 沁-廢累帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-長出
字義溯源:同支派的人,同國人,本地人;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(φυλή)=支派)組成,而 (φυλή)出自(φύω)*=發芽)
出現次數:總共(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 本地人(1) 帖前2:14