προδιαφθείρω

From LSJ
Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαφθείρω Medium diacritics: προδιαφθείρω Low diacritics: προδιαφθείρω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: prodiaphtheírō Transliteration B: prodiaphtheirō Transliteration C: prodiaftheiro Beta Code: prodiafqei/rw

English (LSJ)

   A ruin, destroy beforehand, ναῦς ταῖς ἐμβολαῖς Plb.16.6.13:—Pass., Th.1.119, 6.78: c. gen., Lib.Or. 22.32.    II corrupt, demoralize beforehand, τοὺς κριτάς prob. for προσ- in D.21.18; ἡγεμόνας Plb.5.4.11:—Pass., Isoc.Ep.2.8.    2 Pass., of milk, go bad beforehand, Sor.1.88.

German (Pape)

[Seite 716] vorher gänzlich verderben, vernichten; Thuc. 1, 119; προδιαφθαρείς, Isocr. 4, 97; τοὺς κριτὰς τῷ ἀγῶνι, bestechen, Dem. 21, 18; Pol. 5, 4, 11. 16, 6, 13.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω, ἀφανίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰσοκρ. 408C· διαφθείρω διὰ δώρων πρότερον, Δημ. 520. 26. ― Παθ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ἢ ἀπόλλυμαι προηγουμένως, Θουκ. 1. 119., 6. 78.

French (Bailly abrégé)

détruire complètement ou anéantir auparavant.
Étymologie: πρό, διαφθείρω.

Greek Monolingual

Α
1. καταστρέφω εκ τών προτέρων («δεδιότες...μὴ προδιαφθαρῇ», Θουκ.)
2. διαφθείρω με δωροδοκία («προδιαφθείρας τοὺς κριτάς», Δημοσθ.)
3. (για γάλα) αλλοιώνομαι, χαλώ από πριν.

Greek Monotonic

προδιαφθείρω: μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.· αφανίζω εκ των προτέρων, σε Δημ. — Παθ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προδιαφθείρω: 1) ранее совершенно уничтожать: δεδιότες περὶ τῆ Ποτιδαίᾳ μὴ προδιαφθαρῇ Thuc. боясь, как бы у них до этого не была отнята Потидея;
2) развращать, совращать (τινὰ ἐλπίσι καὶ λόγοις Plut.);
3) подкупать (τοὺς κριτάς Dem.).