συνοργίζομαι
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
fut.
A -ισθήσομαι D.21.100, -ιοῦμαι Lib.Or.42.29: aor. συνωργίσθην D.21.6:—to be angry together, τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isoc. 4.181, cf. Plu.2.490c: abs., D.21.6, Plu.2.63c, Marin.Procl.20; meet anger with anger, Phld.Ir.p.34 W.
Greek (Liddell-Scott)
συνοργίζομαι: μέλλ. -ισθήσομαι, Δημ. 547. 6, -ιοῦμαι Λιβάν.· ἀόρ. συνωργίσθην· ἀποθετ. Ὀργίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 78Ε, Δημ. 516. 7, ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 63C· καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη Διόνυσος Καλλ. εἰς Δήμητρ. 72, κλπ.
French (Bailly abrégé)
f. συνοργισθήσομαι, réc. συνοργιοῦμαι, ao. συνωργίσθην;
s’associer à la colère ou à l’indignation de, τινι.
Étymologie: σύν, ὀργίζομαι.
Greek Monolingual
A
οργίζομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀργίζομαι (< ὀργή)].
Greek Monotonic
συνοργίζομαι: αόρ. αʹ -ωργίσθην, αποθ., οργίζομαι, θυμώνω από κοινού με, τινι, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
συνοργίζομαι: (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.