συνοργίζομαι

From LSJ
Revision as of 06:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοργίζομαι Medium diacritics: συνοργίζομαι Low diacritics: συνοργίζομαι Capitals: ΣΥΝΟΡΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synorgízomai Transliteration B: synorgizomai Transliteration C: synorgizomai Beta Code: sunorgi/zomai

English (LSJ)

fut.

   A -ισθήσομαι D.21.100, -ιοῦμαι Lib.Or.42.29: aor. συνωργίσθην D.21.6:—to be angry together, τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isoc. 4.181, cf. Plu.2.490c: abs., D.21.6, Plu.2.63c, Marin.Procl.20; meet anger with anger, Phld.Ir.p.34 W.

Greek (Liddell-Scott)

συνοργίζομαι: μέλλ. -ισθήσομαι, Δημ. 547. 6, -ιοῦμαι Λιβάν.· ἀόρ. συνωργίσθην· ἀποθετ. Ὀργίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 78Ε, Δημ. 516. 7, ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 63C· καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη Διόνυσος Καλλ. εἰς Δήμητρ. 72, κλπ.

French (Bailly abrégé)

f. συνοργισθήσομαι, réc. συνοργιοῦμαι, ao. συνωργίσθην;
s’associer à la colère ou à l’indignation de, τινι.
Étymologie: σύν, ὀργίζομαι.

Greek Monolingual

A
οργίζομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀργίζομαι (< ὀργή)].

Greek Monotonic

συνοργίζομαι: αόρ. αʹ -ωργίσθην, αποθ., οργίζομαι, θυμώνω από κοινού με, τινι, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συνοργίζομαι: (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.