θεσπίζω

From LSJ
Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσπίζω Medium diacritics: θεσπίζω Low diacritics: θεσπίζω Capitals: ΘΕΣΠΙΖΩ
Transliteration A: thespízō Transliteration B: thespizō Transliteration C: thespizo Beta Code: qespi/zw

English (LSJ)

fut. -ίσω, Att. -ῐῶ, Ion. inf. θεσπιέειν v.l. in Hdt.8.135; Dor. aor.

   A ἐθέσπιξα Theoc.15.63: (θέσπις):—prophesy, foretell, τι Hdt. 1.47, al.; τινί τι A.Ag.1210, E.Andr.1161:—Pass., τί δὲ τεθέσπισται; S.OC388, cf. Parth.35.2.    II Pass., c. acc., [χρησμοί,] οὓς ἐθεσπίσθη Μωυσῆς Ph.2.38.    III of the Emperors,= Lat. sancire, decree, Jul.Ep.75b, Wilcken Chr.6.8 (v A.D.), OGI521.9 (Abydus), Cod.Just.1.12.3 Intr.

German (Pape)

[Seite 1204] att. fut. θεσπιῶ, inf. θεσπιέειν, Her. 8, 135, weissagen, ein Orakel, auch einen Befehl geben; ἤδη πολίταις πάντ' ἐθέσπιζον πάθη Aesch. Ag. 1183; Soph. Ant. 1041 u. oft; auch pass., τί δὲ τεθέσπισται; O. C. 389; Eur. Andr. 1162; sp. D., wie Theocr. 15, 63. Auch in Prosa, von der Pythia, Her. 1, 48, vom Apollo, 8, 135; Sp., wie Ath. XV, 672 e; Hdn. 4, 12, 7 von den Kaisern.

Greek (Liddell-Scott)

θεσπίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ῐῶ, Ἰων. ἀπαρέμ. θεσπιέειν Ἡρόδ. 8. 135· Δωρ. ἀόρ. ἐθέσπιξα Θεόκρ. 15. 63· (θέσπις). Χρησμῳδῶ, χρησμοδοτῶ, προφητεύω, προλέγω, μαντεύομαι, τι Ἡρόδ. 1. 47, κ. ἀλλ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· τινί τι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1210, Εὐρ. Ἀνδρ. 1161· καὶ ἐν τῷ Παθ. τί δὲ τεθέσπισται; Σοφ. Ο. Κ. 388. ΙΙ. μετ’ αἰτ., μαντοσύνην, τὴν θέσπισε Φοῖβος, ἐνέπνευσεν εἰς αὐτούς, Συλλ. Ἐπιγρ. 4379ο. 2) μεταγεν., ἐπὶ τῶν αὐτοκρατόρων, ἐπιτάσσω, διατάσσω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰουλιανοῦ· ἐπὶ ἀρχόντων ἢ δικαστῶν, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

f. θεσπιῶ;
rendre un oracle, faire une prédiction.
Étymologie: θέσπις.

Spanish

vaticinar, profetizar

Greek Monolingual

(ΑΜ θεσπίζω) θέσπις
θεσμοθετώ, επιβάλλω κανόνες δικαίου ή συμπεριφοράς
(νεοελλ.-μσν)
1. διατάσσω, επιβάλλω
2. αποφασίζω, ορίζω
3. διορίζω
4. δηλώνω
(μσν-αρχ.)
1. προλέγω προφητεύω
2. εκδίδω διάταγμα, πρόσταγμα
3. καθιερώνω
4. νουθετώ, συμβουλεύω
5. διακηρύσσω.

Greek Monotonic

θεσπίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, Ιων. απαρ. θεσπιέειν, σε Ηρόδ.· Δωρ. αόρ. αʹ ἐθέσπιξα, (θέσπιςδηλώνω με χρησμό ή προφητεία, προλέγω, χρησμοδοτώ, σε Ηρόδ., Τραγ.· Παθ., τί δὲ τεθέσπισται; σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

θεσπίζω: (ион. inf. fut. θεσπιέειν; дор. aor. ἐθέσπιξα) предсказывать, прорицать, пророчествовать (τὰ λοιπὰ τῶν χρηστηρίων Her.; πολίταις πάντα πάθη Aesch.; χρησμώς - дор. acc. pl. Theocr.): θ. ψευδῆ Soph. делать ложные предсказания; τί δὲ τεθέσπισται; Soph. что предсказано?