ἀλιτήμων

From LSJ
Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιτήμων Medium diacritics: ἀλιτήμων Low diacritics: αλιτήμων Capitals: ΑΛΙΤΗΜΩΝ
Transliteration A: alitḗmōn Transliteration B: alitēmōn Transliteration C: alitimon Beta Code: a)lith/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ἀλιτεῖν) = sq., Il.24.157,186, Call.Dian.123, A.R.4.1057.

German (Pape)

[Seite 99] ονος, sündhaft, subst. Frevler, Hom. zweimal, Il. 24, 157. 186; neutr. ἀλιτήμονα πολλὰ τέλεσκον Callim. Dian. 123; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτήμων: -ον, γεν. ονος (ἀλιτεῖν) = τῷ ἑπομ., Ἰλ. Ω. 157, 186, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 123.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
coupable.
Étymologie: ἀλιταίνω.

English (Autenrieth)

ονος (ἀλιταίνω): sinning against, offending.

Spanish (DGE)

(ἀλῐτήμων) -ον

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [gen. -ονος]
impío, que no tiene consideración para las leyes religiosas οὔτ' ἀ., ἀλλὰ ... ἱκέτεω περιδήσεται ἀνδρός de Aquiles Il.24.157, 186
de acciones περὶ ξείνους ἀλιτήμονα πολλὰ τέλεσκον Call.Dian.123, δίκη A.R.4.1057, βροτέην δ' ἀλιτήμονα ῥήξατο φωνήν Nonn.D.44.72, cf. Max.576.

Greek Monolingual

ἀλιτήμων (-ονος), -ον (Α)
1. αμαρτωλός, ανόσιος, αλιτήριος
2. απρόσιτος σε παρακλήσεις, αδυσώπητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ-, θ. αορ. β΄ (ἤλιτον) του ρημ. ἀλιταίνω, με επαύξηση -η-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτημοσύνη.

Greek Monotonic

ἀλῐτήμων: -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῐτήμων: 2, gen. ονος (ᾰ) грешный, нечестивый Hom.