Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορεύομαι

From LSJ
Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορεύομαι Medium diacritics: κορεύομαι Low diacritics: κορεύομαι Capitals: ΚΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: koreúomai Transliteration B: koreuomai Transliteration C: koreyomai Beta Code: koreu/omai

English (LSJ)

Pass., fut. κορευθήσομαι ib.313: (κόρη):—

   A pass one's maidenhood, E.l.c.    II to be deflowered, Pherecyd.92 (b) J.

Greek (Liddell-Scott)

κορεύομαι: μέλλ. κορευθήσομαι· παθ: (κόρη): ― παρθενεύομαι, διέρχομαι τὴν παρθενικὴν ἡλικίαν, κατ’ ἄλλους ὑπανδρεύομαι, Εὐρ. Ἄλκ. 312. ΙΙ. ἀφαιροῦμαι, χάνω τὴν παρθενίαν, ὡς τὸ διακορεύομαι, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 289, ἔνθα ἴδε Buttm.

French (Bailly abrégé)

1 vivre en jeune fille Bailly;
2 perdre sa virginité LSJ, d’après Phérécyde.
Étymologie: κόρη.

Greek Monolingual

κορεύομαι (Α) κόρη
1. ζω ως κόρη, ως παρθένος, περνώ την παρθενική ηλικία
2. (κατ' άλλους) παντρεύομαι
3. χάνω την παρθενιά μου, ξεπαρθενεύομαι, διακορεύομαι.

Greek Monotonic

κορεύομαι: μέλ. κορευθήσομαι, Παθ. (κόρη) είμαι παρθένος, διέρχομαι την παρθενική ηλικία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κορεύομαι: (fut. κορευθήσομαι) быть (молодой) девушкой: κ. καλῶς Eur. радостно проводить (свои) девичьи годы.