ἀνδρόσφιγξ

From LSJ
Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

German (Pape)

[Seite 219] ιγγος, ὁ, Mannsphinx, an denen der Kopf u. die Brust männlich ist, die gew. weiblich dargestellt wurden, Her. 2, 175.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρόσφιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ ἄρρην σφίγξ, ἔχουσα δηλ. προτομὴν ἀνδρὸς καὶ οὐχὶ ὡς συνήθως γυναικός, Ἡρόδ. 2. 175.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ) :
sphinx à tête d’homme.
Étymologie: ἀνήρ, σφίγξ.

Spanish (DGE)

-ιγγος, ὁ
esfinge masculina ἀνδρόσφιγγας περιμήκεας ἀνέθηκε Hdt.2.175.

Greek Monolingual

ἄνδροσφιγξ, ἡ (Α)
Σφίγγα με πρόσωπο άνδρα.

Greek Monotonic

ἀνδρόσφιγξ: -ιγγος, ὁ (ἀνήρ), ανθρώπινη σφίγγα με κορμό ανδρός, όχι (όπως συνήθως) γυναίκας, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρόσφιγξ: ιγγος ὁ андросфинкс, т. е. сфинкс с головой мужчины Her.