ξενοφόνος

From LSJ
Revision as of 06:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοφόνος Medium diacritics: ξενοφόνος Low diacritics: ξενοφόνος Capitals: ΞΕΝΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: xenophónos Transliteration B: xenophonos Transliteration C: ksenofonos Beta Code: cenofo/nos

English (LSJ)

poet. ξεινο-, ον,

   A murdering strangers, ἄνδρες Pl.Ep.336d ; μάχαιρα Nonn.D.9.41.    II ξ. τιμαί honour paid to inurderers of strangers, E.IT776.

German (Pape)

[Seite 278] Gastfreunde od. Fremde mordend, Plat. ep. VII, 336 d; ep. ξεινοφόνος, Nonn. D. 9, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοφόνος: -ον, ὁ φονεύων τοὺς ξένους, Εὐρ. Ι. Τ. 776, Πλάτ. Ἐπιστ. 336D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des étrangers.
Étymologie: ξένος, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

ξενοφόνος, ιων. τ. ξεινοφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει τους ξένους
2. φρ. «ξενοφόνοι τιμαί» — τιμές που αποδίδονταν σε όσους φόνευαν ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ξεῖνος + -φόνος (< φόνος < θείνω), πρβλ. θηρο-φόνος.

Greek Monotonic

ξενοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που φονεύει ξένους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ξενοφόνος: убивающий чужеземцев или гостей Eur., Plat.