κεμάς

From LSJ
Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεμάς Medium diacritics: κεμάς Low diacritics: κεμάς Capitals: ΚΕΜΑΣ
Transliteration A: kemás Transliteration B: kemas Transliteration C: kemas Beta Code: kema/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A young deer, pricket, between νεβρός and ἔλαφος (so Ar.Byz. ap. Eust.711.37, cf. Miller Mélanges de litt.gr.p.431), Il.10.361, Call.Dian.112, A.R.3.879, Herodic. ap. Ath.5.222a, Ael.NA14.14:—also κεμμάς (q.v.), and in Hsch. κεμφάς, (Cf. Skt. śáma-'hornless', Lith. šmúlas 'hornless', OE. hind.)

German (Pape)

[Seite 1416] άδος, ἡ, Reh, Hirschkalb, oder eine Antilopenart; Il. 10, 361; Callim. Dian. 112; Ap. Rh. 3, 879 u. a. sp. D.; mit langen röthlichen Haaren, Ael. H. A. 14, 14; ξουθή, bei Ath. 222 a. S. auch κεμμάς.

Greek (Liddell-Scott)

κεμάς: -άδος, ἡ, μικρά, νέα ἔλαφος. μεταξὺ νεβροῦ καὶ ἐλάφου (κατὰ τὸν Εὐστ.), Ἰλ. Κ. 361, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 112, κτλ.· πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 14· ὡσαύτως κεμμὰς (ὃ ἴδε), καὶ παρ’ Ἡσυχ. κεμφάς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
faon, jeune biche, animal.
Étymologie: DELG skr. sáma- « sans cornes ».

English (Autenrieth)

άδος: a two-year old deer, Il. 10.361†.

Greek Monolingual

κεμάς, -άδος και ποιητ. τ. κεμμάς, και στον Ησύχ. κεμφάς, ἡ (Α)
μικρό, νεαρό ελάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kem- «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμάς προέκυψε είτε από κάποιον αμάρτυρο τ. κέμος, με θ. σε -ο, αντίστοιχο του αρχ. ινδ. śama- «χωρίς κέρατα» (πρβλ. λίθος: λιθάς), είτε από θ. σε -m, οπότε συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hinta «ελαφίνα» (πρβλ. νίφ-α: νιφάς). Η συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας εμφανίζεται στο λιθουαν. šm-ulas «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμμάς με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του -μ-. Ο τ. κεμφάς κατά τις ονομασίες ζώων σε -φος / -φας, πρβλ. γρομ-φάς.
ΠΑΡ. αρχ. κεμάδειον, κεμήλιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κεμαδοσσόος.

Greek Monotonic

κεμάς: -άδος, ἡ, μικρό, νέο ελάφι, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης κεμμάς, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

κεμάς: άδος (ᾰ) ἡ молодой олень Hom.