χωλαίνω

From LSJ
Revision as of 06:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωλαίνω Medium diacritics: χωλαίνω Low diacritics: χωλαίνω Capitals: ΧΩΛΑΙΝΩ
Transliteration A: chōlaínō Transliteration B: chōlainō Transliteration C: cholaino Beta Code: xwlai/nw

English (LSJ)

fut. -ᾰνῶ, LXX 3 Ki.18.21: aor. ἐχώλᾱνα ib.Ps.17(18).46:—

   A to be or go lame, Pl.Lg.795b, Hp.Mi.374c, POxy.465.39(ii A. D.), etc.    II trans., make lame, Sch.T Il.8.402:—Pass., ἐχωλάνθη LXX 2 Ki.4.4.

German (Pape)

[Seite 1386] 1) lahm machen, lähmen. – 2) intr., lahm sein, lahmen, Plat. Legg. VII, 795 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χωλαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, εἶμαι χωλός, «κουτσαίνω», Πλάτ. Νόμ. 795Β, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374C. ΙΙ. μεταβ., καθιστῶ τινα χωλόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 402. ― Παθ., =τῷ ἐνεργ. Ι, ἐχωλάνθη Ἑβδ. (Β΄ Βασ. Δ΄, 4).

French (Bailly abrégé)

1 tr. rendre boiteux ; Pass. devenir boiteux, boiter;
2 intr. être boiteux.
Étymologie: χωλός.

Greek Monolingual

ΝΜΑ χωλός
1. (μτβ.) προκαλώ χωλότητα σε κάποιον, κάνω κάποιον κουτσό
2. (αμτβ.) α) είμαι κουτσός
β) κουτσαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν υπόδημα, χωλαίνων και πατών επί ακανθών», Παπαδ.
β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ.
γ. «καὶ ἔπεσε καὶ ἐχωλάνθη», ΠΔ)
νεοελλ.
μτφ. καρκινοβατώ, βραδυπορώ, δεν λειτουργώ κανονικά («χωλαίνουν οι δημόσιες υπηρεσίες»).

Greek Monotonic

χωλαίνω: μέλ. -ᾰνῶ (χωλός), είμαι ή καθίσταμαι χωλός, κουτσός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

χωλαίνω: быть хромым, хромать Plat.