εὐνόμημα

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνόμημα Medium diacritics: εὐνόμημα Low diacritics: ευνόμημα Capitals: ΕΥΝΟΜΗΜΑ
Transliteration A: eunómēma Transliteration B: eunomēma Transliteration C: evnomima Beta Code: eu)no/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A law-abiding, virtuous action, Chrysipp.Stoic.3.73: pl., Stoic.3.136.

German (Pape)

[Seite 1083] τό, gesetzliche Handlung, Chrysipp. bei Plut. de Stoic. repugn. 15.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνόμημα: τό, νόμιμος, ἔννομος ἐνέργεια, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1041Α, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 192 (κοινῶς εὐνόημα).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action conforme aux lois.
Étymologie: εὐνομέω.

Greek Monolingual

εὐνόμημα, τὸ (Α) ευνομούμαι
νόμιμη ενέργεια, ενάρετη πράξη («πᾱν κατόρθωμα καὶ εὐνόμημα καὶ δικαιοπράγημά ἐστι», Χρύσ. Στωικ.).

Russian (Dvoretsky)

εὐνόμημα: τό законное действие Chrysippus ap. Plut.