ζάπυρος
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (πῦρ)
A very fiery, ἕλικες στεροπῆς A.Pr.1084(anap.); πωτήματα Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE6.3.
German (Pape)
[Seite 1136] sehr feurig, Aesch. Prom. 1086.
Greek (Liddell-Scott)
ζάπῠρος: ᾰ, ον, (πῦρ) διάπυρος, πεπυρωμένος, ἕλικες στεροπῆς Αἰσχύλ. Πρ. 1084.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout en feu.
Étymologie: ζα-, πῦρ.
Greek Monolingual
ζάπυρος, -ον (Α)
διάπυρος («ἕλικες δ' ἐκλάμπουσι στεροπῆς ζάπυροι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -πυρος (< πυρ), πρβλ. έμ-πυρος, μελάμ-πυρος].
Greek Monotonic
ζάπῠρος: [ᾰ], -ον (πῦρ), διάπυρος, πυρωμένος, πυρακτωμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ζάπῠρος: (ᾰ) огненный, пламенный (ζάπυροι ἕλικες στεροπῆς Aesch.).