ἀμοχθεί
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
or ἀμοχθ-ί [ῑ], Adv.
A without toil, A.Pr.210, E.Ba.194.
German (Pape)
[Seite 128] ohne Mühe, Aesch. Prom. 208; Luc. Amor. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοχθεί: ἢ -θὶ [ῑ], ἐπίρρ., ἄνευ μόχθου ἢ κόπου, Αἰσχύλ. Πρ. 208, Εὐρ. Βάκχ. 194.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans peine.
Étymologie: ἄμοχθος.
Spanish (DGE)
uelἀμοχθί
• Prosodia: [ῑ]
adv. sin trabajo ᾤοντ' ἀμοχθὶ πρὸς βίαν τε δεσπόσειν A.Pr.208, cf. E.Ba.194, Fr.978, D.H.2.41, Luc.Am.7, Ph.1.101, Hdn.Gr.2.464.
Greek Monolingual
ἀμοχθεὶ και ἀμοχθὶ επίρρ. (Α) ἄμοχθος
δίχως μόχθο, άκοπα, ακοπίαστα.
Greek Monotonic
ἀμοχθεί: ή -θί[ῑ], επίρρ. του ἄμοχθος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοχθεί: и ἀμοχθί adv. без усилий, без труда Aesch., Eur., Luc.