ἀμφίκρημνος

From LSJ
Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

German (Pape)

[Seite 140] rings mit schroffen Abhängen umgeben, ἄγκος Eur. Bacch. 1049; dah. gefährlich, ἀπάτη Luc. Philopatr. 16; ἐρώτημα, verfängliche Frage, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκρημνος: -ον, ὁ μεταξὺ κρημνῶν, ἦν δ’ ἄγκος ἀμφίκρημνον Εὐρ. Βάκχ. 1049. ΙΙ. μεταφ., ἀπάτη ἀμφ., ἐπικίνδυνος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 16· ἐρώτημα ἀμφίκρημνον, ἀπατηλόν, σοφιστικόν, Γρηγ. Ναζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré de précipices.
Étymologie: ἀμφί, κρημνός.

Spanish (DGE)

-ον
1 bordeado de riscos ἄγκος E.Ba.1051.
2 bordeado de precipicios ὁδός Amph.Seleuc.201, ἀλωή Nonn.D.13.127
fig. ἀπάτη Luc.Philopatr.16.
3 fig. arriesgado Hsch.
que presenta un dilema ἐρώτημα Gr.Naz.M.36.85A
subst. dilema τὸ ἀ. τοῦτο ... τῆς ἀποκρίσεως Gr.Nyss.Eun.2.463.

Greek Monolingual

ἀμφίκρημνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γκρεμούς ολόγυρα
1. επικίνδυνος, απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρημνός.

Greek Monotonic

ἀμφίκρημνος: -ον, περίκλειστος με βράχια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίκρημνος: 1) окруженный обрывистыми скалами (ἄγκος Eur.);
2) перен. опасный, коварный (ἀπάτη Luc.).