ἔμψοφος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ον,
A sounding, AP5.243 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 821] schallend, Paul. Sil. 2 (V, 244).
Greek (Liddell-Scott)
ἔμψοφος: -ον, ἠχῶν, Ἀνθ. Παλ. 5. 244.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sonore.
Étymologie: ἐν, ψόφος.
Spanish (DGE)
-ον
sonoro, ruidoso μακρὰ φιλεῖ Γαλάτεια καὶ ἔμψοφα Galatea da besos grandes y ruidosos, AP 5.244 (Paul.Sil.), cf. Sud.
Greek Monolingual
ἔμψοφος, -ον (Α)
αυτός που παράγει ήχο, ηχηρός, θορυβώδης.
Greek Monotonic
ἔμψοφος: -ον (ἐν), αυτός που ηχεί, που κάνει κρότο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἔμψοφος: звучный: ἔμψοφα φιλεῖν Anth. звучно целовать.