συμβούλομαι
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
A will or wish together with, συμβούλου μοι θανεῖν E.Hec.373; ταῦτα X.HG6.5.34 (v.l.): c. inf., agree with in a wish, τινι Pl.Cra.414e, La.189a: abs., consent, Id.Lg.718b, Euthd.298b, SIG364.50 (Ephesus, iii B.C.); agree together, c. acc. et inf., D.15.22 (cj.).
German (Pape)
[Seite 980] dep. pass. (s. βούλομαι), zugleich wollen mit Einem, συμβούλου μοι θανεῖν, Eur. Hec. 373; Plat. Crat. 414 e Lach. 189 a Euthyd. 298 b; Plut. Pomp. 9.
Greek (Liddell-Scott)
συμβούλομαι: ἀποθ., μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ παθ. πρκμ.: ― θέλω ἢ ἐπιθυμῶ ὁμοῦ μετά τινος, συμβούλου δέ μοι θανεῖν, πρὶν αἰσχρῶν μὴ κατ’ ἀξίαν τυχεῖν, «σὺν ἐμοὶ δὲ βούλου θανεῖν ἐμὲ προτοῦ τυχεῖν αἰσχρῶν παρ’ ἀξίαν» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἑκ. 373. 2) συμφωνῶ μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 414Ε, Λάχ. 189Α. 3) ἀπολ., συγκατατίθεμαι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 718Β, ἐν Εὐθυδ. 298Β.
French (Bailly abrégé)
vouloir ensemble ou avec : σ. τινὶ θανεῖν EUR vouloir mourir avec qqn.
Étymologie: σύν, βούλομαι.
Greek Monolingual
Α
θέλω κι εγώ, επιθυμώ κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βούλομαι «επιθυμώ»].
Greek Monolingual
Α
θέλω κι εγώ, επιθυμώ κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βούλομαι «επιθυμώ»].
Greek Monotonic
συμβούλομαι: μέλ. -ήσομαι, παρακ. -βεβούλημαι, αποθ.·
1. θέλω ή επιθυμώ από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ.
2. συμφωνώ με κάποιον, τινι, σε Πλάτ.· απόλ., συναινώ, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συμβούλομαι: желать одного и того же, т. е. быть солидарным, соглашаться (τινι Eur., Plat.): συμβουλομένης τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Plut. договорившись со своей женой.