γηγενέτης
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ου, ὁ, = sq.,
A ἄργυρος Tim.Fr.26; γίγας E.Ph.128 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 489] ὁ, = folgdm, Eur. Phoen. 130 Ion. 1465.
Greek (Liddell-Scott)
γηγενέτης: -ου, ὁ, = τῷ ἐπομ., Τιμόθ. Ἀποσπ. 10 Bgk., Εὐρ. Φοιν. 128.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. γηγενής.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ nacido de la tierra, ἄργυρος Tim.25, γίγας E.Ph.128, δόμος E.Io 1466.
Greek Monolingual
γηγενέτης
ο (Α)
ο γηγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + γενετής «γόνος, γιος» < γίγνομαι].
Russian (Dvoretsky)
γηγενέτης: дор. γηγενέτας, ου adj. m Eur., Plut. = γηγενής.