δυσαμερία
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
Dor. for δυσημ-.
German (Pape)
[Seite 675] ἡ, dor. = δυσημερία.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾱμερία: Δωρ. ἀντὶ δυσημ-.
French (Bailly abrégé)
dor. c. δυσημερία.
Spanish (DGE)
v. δυσημερία.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δυσᾱμερία: Δωρ. αντί δυσημερία.
Russian (Dvoretsky)
δυσᾱμερία: дор. = δυσημερία.