θηριομάχος
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A fighting with wild beasts, M.Ant.10.8, Luc.Lex.19.
German (Pape)
[Seite 1209] ὁ, Thierkämpfer; Herakles, Luc. Lexiph. 19; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θηριομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος πρὸς ἄγρια θηρία, Λουκ. Λεξιφ. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lutte contre les bêtes féroces.
Étymologie: θηρίον, μάχομαι.
Greek Monolingual
ο (Α θηριομάχος)
αυτός που παλεύει με άγρια θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο-μάχος, πρό-μαχος].
Russian (Dvoretsky)
θηριομάχος: Diod. θηριομάχης 2 (ᾰ) борющийся с дикими зверями (Ἡρακλῆς Luc.).