σεμνολογία

From LSJ
Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνολογία Medium diacritics: σεμνολογία Low diacritics: σεμνολογία Capitals: ΣΕΜΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: semnología Transliteration B: semnologia Transliteration C: semnologia Beta Code: semnologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A boasting, Chrysipp.Stoic.3.50; impressiveness, D.H. Comp.11, Th.23, 50, App.Syr.10.

German (Pape)

[Seite 871] ἡ, das würdevolle, feierliche Sprechen, das Reden in feierlichem oder vornehmem Tone, D. Hal. C. V. 11 Iud. de Isocr. 20.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνολογία: ἡ, σοβαρὰ ὁμιλίαἱεροπρεπής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, π. Θουκ. 23 καὶ 50, Πλούτ. 2. 1046D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gravité du discours.
Étymologie: σεμνολόγος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σεμνολόγος
1. το να μιλά κανείς με σεμνότητα και ευγένεια
2. συνεκδ. λόγος που χαρακτηρίζεται από σεμνότητα και λεπτότητα
αρχ.
(με κακή σημ.) κομπασμός, μεγαλαυχία.

Russian (Dvoretsky)

σεμνολογία: ἡ торжественная речь, велеречие Plut.