εὐρωτιάω

From LSJ
Revision as of 09:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρωτιάω Medium diacritics: εὐρωτιάω Low diacritics: ευρωτιάω Capitals: ΕΥΡΩΤΙΑΩ
Transliteration A: eurōtiáō Transliteration B: eurōtiaō Transliteration C: evrotiao Beta Code: eu)rwtia/w

English (LSJ)

(εὐρώς)

   A to be or become mouldy, decay, Thphr.CP1.6.8, Luc.Nec.15, etc.; βίος εὐρωτιῶν the life of 'the great unwashed', Ar. Nu.44.

German (Pape)

[Seite 1096] schimmelig, moderig sein oder werden, vermodern, Theophr. u. Sp., wie Luc. Necyom. 15, von den Todten, οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες, Iup. Trag. 15 χόνδροι λιβανωτοῦ εὐρωτιῶντες, wie Alciphr. 3, 35. 53. – Uebertr., βίος εὐρωτιῶν, neben ἀκόρητος, ein Leben in Schmutz, Ar. Nubb. 45.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρωτιάω: (εὐρὼς) εἶμαι ἢ γίνομαι πλήρης εὐρῶτος, «μουχλιάζω», φθείρομαι, σήπομαι, καταρρέω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Λουκ. Νεκυομ. 15, κτλ.· βίος εὐρωτιῶν, ὁ βίος τοῦ ἀνίπτου καὶ ἀκαθάρτου, βίος «βουτηγμένος εἰς τὴν βρῶμαν», Ἀριστοφ. Νεφ. 44.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se moisir ou être moisi, gâté, croupir.
Étymologie: εὐρώς.

Greek Monotonic

εὐρωτιάω: (εὐρώς), είμαι ή γίνομαι σάπιος, μουχλιάζω, φθείρομαι, σήπομαι, καταρρέω, βίος εὐρωτιῶν, ζωή βουτηγμένη στη βρωμιά, βουτηγμένη στη λάσπη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρωτιάω: покрываться плесенью, загнивать (οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες νεκροί Luc.): βίος εὐρωτιῶν Arph. жизнь в грязи.