ἐκπρορέω

From LSJ
Revision as of 09:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπρορέω Medium diacritics: ἐκπρορέω Low diacritics: εκπρορέω Capitals: ΕΚΠΡΟΡΕΩ
Transliteration A: ekproréō Transliteration B: ekproreō Transliteration C: ekproreo Beta Code: e)kprore/w

English (LSJ)

   A flow forth from, c.gen., Orph.L.203,AP9.669 (Marian.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπρορέω: ἐκρέω ἔκ τινος μέρους, Ἀνθ. Π. 9. 669, Ὀρφ. Λιθ. 201.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couler en avant hors de, gén..
Étymologie: ἐκ, προρέω.

Spanish (DGE)

fluir, manar τρίψαντι γάλακτος ἐκπρορέει ... πανείκελος ἔνδοθεν ἰχώρ Orph.L.203, cf. Gr.Naz.M.37.1317A, c. gen. ὕδωρ ... πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων AP 9.669 (Marian.), en sent. fig. ISide 253.3 (I a./d.C.).

Greek Monolingual

ἐκπρορέω (Α)
(για πηγή) αναβλύζω από το εσωτερικό.

Greek Monotonic

ἐκπρορέω: μέλ. -ρεύσομαι, απορρέω, πηγάζω, αναβλύζω, ξεχύνομαι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπρορέω: поэт. = *ἐκπρορρέω.