ὑψίπους

From LSJ
Revision as of 09:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπους Medium diacritics: ὑψίπους Low diacritics: υψίπους Capitals: ΥΨΙΠΟΥΣ
Transliteration A: hypsípous Transliteration B: hypsipous Transliteration C: ypsipous Beta Code: u(yi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος,

   A high-footed, i.e. high-reared, lofty, νόμοι S.OT866 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπους: ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, ὑψηλός, Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, ὑψοῦ πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds élevés ; élevé ; sublime.
Étymologie: ὕψι, πούς.

Greek Monolingual

-ουν, Α
1. αυτός που έχει ψηλά πόδια
2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτί-πους)].

Greek Monotonic

ὑψίπους: ὁ, ἡ, αυτός που πατάει ψηλά, δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπους: 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).