κινητέος

From LSJ
Revision as of 10:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνητέος Medium diacritics: κινητέος Low diacritics: κινητέος Capitals: ΚΙΝΗΤΕΟΣ
Transliteration A: kinētéos Transliteration B: kinēteos Transliteration C: kiniteos Beta Code: kinhte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be moved or excited, Pl.Amat.134a; to be altered, Id.Lg.738d, Arist.Pol.1269a25.    II κινητέον, one must call into play, τὴν ζωγραφίαν Pl.R.373a.    2 one must excite, ὀργὴν ἢ ἔλεον S.E.M.2.11.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κινέω, ὃν δεῖ κινεῖν, Πλάτ. Ἀτεραστ. 134A· ― μεταβλητέος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8. 25. ΙΙ. κινητέον, πρέπει τις νὰ βάλῃ εἰς κίνησιν, νὰ παρουσιάσῃ, τὴν ζωγραφίαν Πλάτ. Πολ. 373A. 2) πρέπει τις νὰ μεταβάλῃ, οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738D.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de κινέω.

Greek Monotonic

κῑνητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του κινέω,
I. αυτός που πρέπει να κινηθεί, σε Πλάτ.
II. κινητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να βάλει σε κίνηση, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινητέος -α -ον, adj. verb. van κινέω, die in beweging gezet moet worden:; εἰ καὶ κινητέοι ( νόμοι ) als de wetten wel veranderd moeten worden Aristot. Pol. 1269a25; n. onpers. κινητέον er moet in beweging gezet worden, met acc.: τὴν ζωγραφίαν de schilderkunst moet erbij gehaald worden Plat. Resp. 373a.