πάσασθαι
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
English (LSJ)
[ᾰ],
A v. πατέομαι, πάσσω : πάσασθαι [ᾱ], v. πάομαι.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πάσασθαι: [ᾰ], ἰδὲ ἐν λέξ. πατέομαι· ἀλλὰ πάσασθαι [ᾱ], ἰδὲ ἐν λ. πάομαι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. poét. de πατέω¹;
inf. ao. poét. de πάομαι.
Greek Monotonic
πάσασθαι: [ᾰ],
I. απαρ. αορ. αʹ του πατέομαι· αλλά, II.πάσασθαι [ᾱ], του πάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πᾱ́σασθαι inf. aor. med. van* πάομαι.