κρανίον

Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

τό, (κάρα)

   A upper part of the head, skull (κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος Arist.HA491a31, cf. Gal.2.739); of horses, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Il.8.84; of men, Pi.I.4(3).54, E.Cyc.683, Cratin.71, Pl.Euthd.299e, etc.: generally, head, Amphis 16.    II headache, Hippiatr.103 (v.l. κατακράνιον).

German (Pape)

[Seite 1500] τό, der Form nach dim. von κρᾶνον, der Scheitel des Kopfes, nach Arist. H. A. 2, 75 τριχωτὸν κεφαλῆς μέρος; bei Hom. auch von Pferden, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Il. 8, 84; Pind. I. 3, 72; τὸ κρανίον παί. σας κατέαγα, die Hirnschale, Eur. Rhes. 679; Plat. Euthyd. 299 e Conv. 195 e; Sp., wie Lucill. 2 (XI, 258); der Kopf, Amphis bei Ath. VII, 295 d.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾱνίον: τό, (κάρα), τὸ ἀνώτατον μέρος τῆς κεφαλῆς, «κρανί», (κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1), ἐπὶ ἵππων, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Ἰλ. Θ. 84· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Ι. 4. 92 (3. 72), Εὐρ. Κύκλ. 679, Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Πλάτ. Εὐθύδ. 299E, κτλ.· ― καθόλου, ἡ κεφαλή, Ἄμφις ἐν «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας» 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
crâne.
Étymologie: dim. (métaph.) de κράνος.

English (Slater)

κρᾱνῐον
   1 skull Ἀνταίου δόμους προσπαλαίσων ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν, κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι, υἱὸς Ἀλκμήνας (I. 4.54)

English (Slater)

κρᾱνῐον
   1 spring ]ἀλκὰν Ἀχελωίου κρανίον τοῦτο ζάθε[ον (Pae. 21.10)

Spanish

cráneo, lugar de la calavera

English (Strong)

diminutive of a derivative of the base of κέρας; a skull ("cranium"): Calvary, skull.

English (Thayer)

κρανίου, τό (diminutive of the noun κράνον (i. e. κάρα; Curtius, § 38)), a skull (Vulg. calvaria): Γολγοθᾶ. (Homer, Iliad 8,84; Pindar, Euripides, Plato, Lucian, Herodian)

Greek Monolingual

κρανίον, τὸ (AM)
βλ. κρανίο.

Greek Monotonic

κρᾱνίον: τό (κάρα), το πάνω μέρος του κεφαλιού, κρανίο, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κρᾱνίον: τό κάρη
1) верхняя часть головы, черепная крышка (ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Hom.; κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος κ. καλεῖται Arst.);
2) черепная коробка, череп (τὸ τῆς κεφαλῆς ὀστοῦν καλεῖται κ. Arst.; πίνειν ἐκ τῶν κρανίων κεχρυσωμένων Plat.);
3) (в Иерусалиме) лобное место, Голгофа (Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρανίον -ου, τό [~ κάρα] schedel (van mensen en dieren). Kranion, Schedelplaats (in Jerusalem):. ὁ τόπος ὁ καλοῦμενος Κ. de plaats die Schedel heet (= Golgotha) NT Luc. 23.33.