περιορμίζω
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
A bring round [a ship] to anchor, D.51.4,7, PCair.Zen. 343.3 (iii B.C.), Plu.Ant.35:—Med., come to anchor, Th.3.6.
German (Pape)
[Seite 585] das Schiff in einen Hafen bringen, od. um Etwas vor Anker legen, Dem. 51, 4; med. = Vor., Thuc. 3, 6; bei Plut. Pomp. 76 zw.
Greek (Liddell-Scott)
περιορμίζω: φέρω [[[πλοῖον]]] ὁλόγυρα εἰς ἀγκυροβολίαν, Δημ. 1229. 9., 1230. 9· - Μέσ., ἀγκυροβολῶ, Θουκ. 3. 6.
French (Bailly abrégé)
conduire vers un port;
Moy. περιορμίζομαι jeter l’ancre autour de, acc..
Étymologie: περί, ὁρμίζω.
Greek Monolingual
Α
προσορμίζω πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὁρμίζω (< ὅρμος)].
Greek Monotonic
περιορμίζω: μέλ. -ίσω, φέρνω ολόγυρα (ένα πλοίο), αγκυροβολώ, σε Δημ. — Μέσ., αγκυροβολώ, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιορμίζω [περί, ὁρμή] voor anker laten gaan, met acc..; τὸν στόλον εἰς Τάραντα π. de vloot bij Tarente voor anker laten gaan Plut. Ant. 35.1; ook med. med. voor anker gaan, met acc. van plaats:. περιορμισάμενοι τὸ πρὸς νότον τῆς πόλεως ( sc. τὰς ναῦς ) nadat ze voor anker waren gegaan rond de zuidkant van de stad Thuc. 3.6.1.