περίσπλαγχνος
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
ον,
A great-hearted, Theoc.16.56.
German (Pape)
[Seite 592] großherzig, großmüthig, Theocr. 16, 56.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
courageux, magnanime.
Étymologie: περί, σπλάγχνον.
Greek Monolingual
-ον, Α
μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος («περίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. ά-σπλαγχνος].
Greek Monotonic
περίσπλαγχνος: -ον (σπλάγχνον), εξαιρετικά εγκάρδιος, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίσπλαγχνος -ον [περί, σπλάγχνον] grootmoedig.