περίσπλαγχνος

From LSJ
Revision as of 10:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσπλαγχνος Medium diacritics: περίσπλαγχνος Low diacritics: περίσπλαγχνος Capitals: ΠΕΡΙΣΠΛΑΓΧΝΟΣ
Transliteration A: perísplanchnos Transliteration B: perisplanchnos Transliteration C: perisplagchnos Beta Code: peri/splagxnos

English (LSJ)

ον,

   A great-hearted, Theoc.16.56.

German (Pape)

[Seite 592] großherzig, großmüthig, Theocr. 16, 56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
courageux, magnanime.
Étymologie: περί, σπλάγχνον.

Greek Monolingual

-ον, Α
μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδοςπερίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. ά-σπλαγχνος].

Greek Monotonic

περίσπλαγχνος: -ον (σπλάγχνον), εξαιρετικά εγκάρδιος, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίσπλαγχνος -ον [περί, σπλάγχνον] grootmoedig.