πρόβημα

From LSJ
Revision as of 10:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόβημα Medium diacritics: πρόβημα Low diacritics: πρόβημα Capitals: ΠΡΟΒΗΜΑ
Transliteration A: próbēma Transliteration B: probēma Transliteration C: provima Beta Code: pro/bhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a step forward, Ar.Pl.759.

German (Pape)

[Seite 711] τό, Vorschritt, Fortschritt, Ar. Plut. 759.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβημα: τό, βῆμα πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀριστοφ. Πλ. 759.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pas en avant, marche.
Étymologie: προβαίνω.

Greek Monolingual

τὸ, Α προβαίνω
άνοιγμα του σκέλους και βάδισμα προς τα εμπρός.

Greek Monotonic

πρόβημα: -ατος, τό (προβαίνω), βήμα προς τα εμπρός, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόβημα -ατος, τό [προβαίνω] stap vooruit.