παραφυής

From LSJ
Revision as of 10:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφῠής Medium diacritics: παραφυής Low diacritics: παραφυής Capitals: ΠΑΡΑΦΥΗΣ
Transliteration A: paraphyḗs Transliteration B: paraphyēs Transliteration C: parafyis Beta Code: parafuh/s

English (LSJ)

ές,

   A growing beside, of extra fingers, Paul.Aeg.6.43 : παραφυές, τό, = παραφυάς, Arist.Rh.1356a25.

German (Pape)

[Seite 507] ές, das daneben Wachsende, συμβαίνει τὴν ῥητορικὴν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικῆς εἶναι, Arist. rhet. 1, 2, wie das Vorige.

French (Bailly abrégé)

ής, έν;
qui croît auprès ; τὸ παραφυές ramification.
Étymologie: παραφύω.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ παραφύω
μσν.
(για περισσότερα δάκτυλα από τα κανονικά) αυτός που φυτρώνει παραπλεύρως
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παραφυές
η παραφυάδα («συμβαίνει τήν ρητορικήν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικής εἶναι», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

παραφυής: -ές, αυτός που αναπτύσσεται δίπλα, παραφυές, τό = παραφυάς, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφυής -ές [παραφύω] terzijde groeiend; subst. τὸ\n παραφυές zijtak.