κοδράντης
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
ου, ὁ, = Lat.
A quadrans, = 1/4 of an as, Ev.Matt.5.26.
German (Pape)
[Seite 1465] ὁ, das lat. quadrans, der vierte Theil des as, N. T. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοδράντης: -ου, ὁ, τὸ Λατ. quadrans, = ¼ τοῦ ἀσσαρίου, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 26.
English (Strong)
of Latin origin; a quadrans, i.e. the fourth part of an as: farthing.
English (Thayer)
κοδραντου (Buttmann, 17 (16)), ὁ; a Latin word, quadrans (i. e. the fourth part of an as); in the N. T. a coin equal to one half the Attic chalcus or to two λεπτά (see λεπτόν): A. V. farthing; see BB. DD. under the word.)
Greek Monolingual
κοδράντης, ὁ (Α)
το ένα τέταρτο του νομίσματος ασσαρίου («ού μή έξέλθης ἐκεῑθεν ἕως οὗ ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. quadrans, -ntis].
Greek Monotonic
κοδράντης: -ου, ὁ, το Λατ. quandrus = 1/4 του ασσαρίου, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοδράντης -ου, ὁ [Lat. quadrans] quadrans (kleinste Romeinse munt; ¼ van een as):. ἕως ἂν ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην totdat je de laatste cent hebt betaald NT Mt. 5.26.