προσεχόντως

From LSJ
Revision as of 10:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεχόντως Medium diacritics: προσεχόντως Low diacritics: προσεχόντως Capitals: ΠΡΟΣΕΧΟΝΤΩΣ
Transliteration A: prosechóntōs Transliteration B: prosechontōs Transliteration C: prosechontos Beta Code: prosexo/ntws

English (LSJ)

Adv. of

   A προσέχω 1.4, attentively, carefully, Hp.Dent.12, Men.Mon.191, Crito ap.Gal.13.884.

German (Pape)

[Seite 763] adv. part. praes. von προσέχω, mit Aufmerksamkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεχόντως: Ἐπίρρ. τοῦ προσέχω Ι. 4, μετὰ προσοχῆς, ἐπιμελῶς, Ἱππ. 267. 33, Μενάνδρ. Μονόστ. 191.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προσεκτικά, με προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσέχων, μτχ. ενεστ. του προσέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεχόντως [προσέχω] adv. zorgvuldig.