σιτομέτριον

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527

German (Pape)

[Seite 886] τό, das zugemessene Getreide, Proviant, Fourage, dimensum, N. T.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. σιτόμετρον.

English (Thayer)

σιτομετριου, τό (Attic writers said τόν σῖτον μέτρειν; out of which later writers formed the compound σιτομέτρειν, Polybius 4,63, 10; Diodorus 19,50; Josephus, contra Apion 1,14, 7; σιτομετρία, Diodorus 2,41; (cf. Lob. ad Phryn., p. 383; Winer's Grammar, 25)), "a measured 'portion of' grain or 'food'": Luke 12:42. (Ecclesiastical and Byzantine writings.)

Greek Monolingual

και σιτόμετρον, τὸ, Α σιτομέτρης / -ία]
η σιτομετρία.

Greek Monotonic

σῑτομέτριον: τό, ζυγισμένη μερίδα σιτηρών, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σῑτομέτριον: τό мера хлеба или продовольственный паек NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτομέτριον -ου, τό [σιτομέτρης] graanrantsoen.